Ἀμφιάναξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάνακτα — Ἀμφίαναξ masc acc sg Ἀμφιάναξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάνακτας — Ἀμφίαναξ masc acc pl Ἀμφιάναξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάνακτι — Ἀμφίαναξ masc dat sg Ἀμφιάναξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάνακτος — Ἀμφίαναξ masc gen sg Ἀμφιάναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amphianax — AMPHIĂNAX, actis, Gr. Ἀμφιάναξ, ακτος, König in Lycien, welcher nicht allein den vertriebenen Prötus gütig aufnahm, sondern ihm auch seine Tochter, Antea, oder, wie sie Homer nennet, Sthenoboa, zur Gemahlinn gab, und endlich mit den zugegebenen… … Gründliches mythologisches Lexikon
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek